Η παραβατικότητα ανέκαθεν ήταν μια έννοια συνυφασμένη με το κοινωνικό-οικονομικό πλαίσιο της εκάστοτε εποχής. Προκειμένου να διερευνήσουμε λοιπόν τις συνθήκες και τα αίτια διεξαγωγής μιας αξιόποινης πράξης αναγκαία είναι η μελέτη των κοινωνικών συνθηκών.
Χαρακτηριστικό γνώρισμα των καιρών μας αποτελεί η αλλαγή που συντελείται στους κοινωνικούς ρόλους, κατ' επέκταση και στην κοινωνική δομή και ειδικότερα η διαφορετική χροιά που αποκτά η θέση της γυναίκας η οποία καλείται να ανταπεξέρχεται τόσο στα οικογενειακά της καθήκοντα όσο και να συμβάλλει στην οικονομική ζωή της οικογένειας καθώς η νομοθετικά κατοχυρωμένη ισότητα των δύο φύλων αποτελεί γεγονός ακόμα και αν η σύγχρονη κοινωνία δεν είναι πλήρως απαλλαγμένη από τα στερεότυπα. Βέβαια η ισότητα που χαρακτηρίζει τα δύο φύλα αυτόματα επέφερε την αρχή της αντιστοιχίας ποσοστών των γυναικών στην εγκληματικότητα και τη σταδιακή άνοδό τους.
Στην Ελλάδα οι γυναίκες που διαπράττουν μια εγκληματική πράξη τείνουν να καταδικάζονται ως επί το πλείστον για παραβάσεις του νόμου περί των ναρκωτικών καθώς και για εγκλήματα κατά της περιουσίας και κατά της ζωής. Συχνό είναι δε το φαινόμενο μη δυνατότητας εξαγοράς μιας βραχυχρόνιας ποινής λόγω απουσίας οικονομικών πόρων.
Στο Κατάστημα Κράτησης Γυναικών που στεγάζεται στον Ελεώνα της Θήβας αυτή τη στιγμή φιλοξενούνται περίπου 332 γυναίκες από τις οποίες 182 είναι Ελληνίδες και 150 αλλοδαπές. Στην ειδική πτέρυγα η οποία είναι διαχωρισμένη από την κυρίως φυλακή, διαμένουν μητέρες, κατάδικες ή υπόδικες, με τα 20 μικρά παιδιά τους, αλλά και οι 38 ανήλικες κρατούμενες που έχουν ήδη καταδικαστεί σε ποινικό σωφρονισμό ή είναι υπόδικες για σοβαρά αδικήματα. Οι περισσότερες από τις κρατούμενες του Ελεώνα είναι μητέρες που εκτός από τη στέρηση της ελευθερίας τους συχνά βιώνουν και την απομάκρυνση από τα παιδιά τους καθώς καλούνται να αποφασίσουν σε περίπτωση που το παιδί τους είναι μέχρι 3 ετών αν θα παραμείνει μαζί τους κάτω από συνθήκες κράτησης ή αν θα μεγαλώσει με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας.
Οι δυσκολίες που παρουσιάζει η ζωή των γυναικών που βρίσκονται υπό συνθήκες κράτησης είχαν διαπιστωθεί από την εποχή που οι γυναικείες φυλακές στεγάζονταν στον Κορυδαλλό καθώς πέραν του υπερπληθυσμού και των βιοτικών προβλημάτων που αυτός συνεπάγεται, οι δυνατότητες ψυχαγωγίας και άθλησης ήταν εξαιρετικά περιορισμένες όπως επίσης παρουσιάζονταν ελλείψεις σε ιατρικό και επιστημονικό προσωπικό γεγονός που καθιστούσε πιο εύκολη την χορήγηση ψυχοφαρμάκων και σε συνδυασμό με τις δυσμενείς συνθήκες υγιεινής ευνοούσε την μετάδοση ασθενειών.
Από το 2008 ,που ξεκίνησε η λειτουργία του καταστήματος κράτησης του Ελεώνα, μέχρι σήμερα, έχουν καταβληθεί προσπάθειες από τα μέλη της κοινωνικής υπηρεσίας και του τμήματος ψυχολόγων του καταστήματος για τον εμπλουτισμό των δανειστικών βιβλιοθηκών, την προμήθεια με είδη της αποθήκης ιματισμού απόρων και παροχή ειδών πρώτης ανάγκης στις άπορες κρατούμενες καθώς και για τη δημιουργία υποδομής και διοργάνωση δραστηριοτήτων ψυχαγωγίας και επιμόρφωσης (βλ. www.kkgeth.blogspot.com).
Σημαντική σε αυτό το δύσκολο έργο είναι η συμβολή των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων, εθελοντών και ιδιωτών που μέσω των παροχών τους ενισχύουν το κατάστημα με είδη απαραίτητα για τις κρατούμενες όπως και το Φιλόπτωχο ταμείο με δωρεές χρηματικών ποσών. Εξίσου βασικό ρόλο στο περιβάλλον του καταστήματος διαδραματίζει το Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας που λειτουργεί στον χώρο κράτησης παράλληλα με λέσχες και εργαστήρια καλλιτεχνικού ενδιαφέροντος και ομάδες για πραγματοποίηση αθλητικών δραστηριοτήτων.
Παρά, όμως, τις προσπάθειες για βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των κρατουμένων, συνεχίζουν να υπάρχουν ελλείψεις στο προσωπικό, προβλήματα στη θέρμανση και στις συνθήκες καθαριότητας και περίθαλψης (σοβαρές ελλείψεις στον ιματισμό και τα είδη προσωπικής υγιεινής ) που χωρίς την κατάλληλη κρατική μέριμνα και συγκεκριμένα την παροχή υπηρεσιών και λήψη μέτρων απ’ τα αρμόδια Υπουργεία είναι εξαιρετικά δύσκολο να καλυφθούν. Τα όργανα του κράτους αδιαφορούν για τις συνθήκες διαβίωσης στα σωφρονιστικά καταστήματα, η δράση των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων συχνά με μεγάλες δυσκολίες πρόσβασης σε αυτά, καλύπτουν βασικές ανάγκες των κρατουμένων.
Δυσχέρεια όμως παρατηρείται και στην επικοινωνία των κρατουμένων με τα κοντινά τους άτομα καθώς η γεωγραφική θέση των φυλακών καθιστά δύσκολη τη μετακίνηση και τα έξοδα που απαιτούνται είναι δυσβάσταχτα.
Η πλειονότητα των γυναικών του Ελεώνα προέρχεται από τα κατώτερα κοινωνικό-οικονομικά στρώματα και χαρακτηρίζεται από χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, γεγονός που συμβάλλει στη δημιουργία συνθηκών ταξικότητας και ελέγχου των ευάλωτων μέσα στον χώρο της φυλακής με δυσχέρειες στην συνύπαρξη των κρατουμένων. Επίσης, ομαλή διαβίωση για πολλές από τις γυναίκες που καταδικάστηκαν για ανθρωποκτονία δεν υπήρχε ούτε στο οικογενειακό τους περιβάλλον όπου κι είχαν υποστεί περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας. Η ψυχολογική και σωματική κακοποίηση στις περισσότερες περιπτώσεις δεν καταγγέλθηκε ποτέ ή ακόμα και δεν αποκαλύφθηκε ή ομολογήθηκε από τα θύματα κατά τη διάρκεια της δίκης τους με την κατηγορία της ανθρωποκτονίας.
Συναισθηματικοί είναι λοιπόν οι λόγοι, όπως και οικονομικοί, που οδήγησαν τις γυναίκες στην παραμονή τους στη σχέση και στη μη καταγγελία και κατ' επέκταση, κάτω από την επίδραση ορισμένων ψυχοσωματικών διεργασιών, στη μετατροπή τους από απλά θύματα σε δράστες.
Αξιοσημείωτο δε είναι ότι εγκλήματα κατά της ζωής διαπράττονται από γυναίκες μέσα στο πλαίσιο μια συζυγικής, συντροφικής ή ερωτικής σχέσης και οι βασικοί λόγοι διάπραξης είναι οικονομικοί, ιδιοκτησιακοί ή ερωτικής αντιζηλίας ενώ τα κίνητρα είναι τόσο ψυχολογικής όσο και οικονομικής φύσεως.
Επιπρόσθετα, τα τελευταία χρόνια έχει παρατηρηθεί μια σημαντική άνοδος στα ποσοστά της γυναικείας εγκληματικότητας στον ελλαδικό χώρο καθώς, όπως προαναφέρθηκε, η γυναίκα εντάχθηκε ενεργά στην κοινωνική ζωή και απέκτησε περισσότερες εξουσίες. Επομένως συμπεραίνουμε ότι με την κοινωνική θέση που κατέχει σήμερα ένα άτομο γυναικείου φύλου μπορεί να οδηγηθεί ευκολότερα σε σχέση με τα πιο παλιά χρόνια στη διάπραξη μιας αξιόποινης πράξης.
Η κοινωνία του σήμερα όμως δεν είναι σε θέση να ανταπεξέλθει πλήρως στις επιταγές των ημερών μας και να αποδεχθεί τα σύγχρονα κοινωνικά φαινόμενα καθώς οι φυλετικές διακρίσεις και η αυστηρότητα των οργάνων της απονομής της ποινικής δικαιοσύνης έναντι των γυναικών παίζουν σημαντικό ρόλο κατά τη διαδικασία λήψης της δικαστικής απόφασης.
Επίσης το οικογενειακό και το άμεσο περιβάλλον της γυναίκας που έχει εγκληματήσει δεν δρα πάντα υποστηρικτικά ή και απομακρύνεται από τη γυναίκα-θύτη τοποθετώντας τη στο περιθώριο ακόμα και κατά τη δύσκολη περίοδο της παραμονής της στην φυλακή.
Ο στιγματισμός γίνεται ακόμα πιο έντονος όταν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης προβάλλουν περιπτώσεις εγκληματικών ενεργειών με δράστη μια γυναίκα καθώς την επικρίνουν και περνούν στο κοινωνικό σύνολο όπως και στα παιδιά των θυτών μια αρνητική εικόνα, που πηγάζει απ' τα στερεότυπα της κοινωνίας, περί του ρόλου των φύλων και των καθηκόντων της γυναίκας ειδικά σε περιπτώσεις μητρότητας. Έτσι η γυναίκα κρίνεται με ακόμη αυστηρότερο τρόπο από τον κοινωνικό της περίγυρο και θεωρείται ανεπαρκής όσον αφορά τη γονική της ικανότητα.
Με αυτά τα δεδομένα καλείται η γυναίκα κρατούμενη να επιβιώσει στο περιβάλλον των φυλακών όπου επιβάλλεται να προσαρμοστεί σε μια διαφορετικού είδους καθημερινότητα. Πολλές γυναίκες καταφεύγουν στη λήψη ψυχοφαρμάκων προκειμένου να αντιμετωπίσουν το αίσθημα της απελπισίας, του στιγματισμού και της ταπείνωσης ή και προσπαθούν να τερματίσουν τη ζωή τους κι όλα αυτά χωρίς την απαραίτητη ψυχολογική και ιατρική υποστήριξη.
Τα προβλήματα όμως συνεχίζονται και μετά την έκτιση της ποινής καθώς οι αποφυλακισμένες γυναίκες δύσκολα προσαρμόζονται στον τρόπο ζωής που είχαν πριν καταδικαστούν. Πιο συγκεκριμένα σε πολλές περιπτώσεις δεν υπάρχει στέγη, ο επαναπροσδιορισμός της επικοινωνίας με το κοντινό και όχι μόνο περιβάλλον κρίνεται εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση και οι προσπάθειες προς εύρεση εργασίας συνήθως αποδεικνύονται άκαρπες.
Αναγκαία λοιπόν κρίνεται, για την επιτυχημένη επανένταξη στο κοινωνικό σύνολο, η υποστηρικτική δράση ενός δικτύου πρόληψης και προστασίας καθώς και οικονομικής και ψυχολογικής φροντίδας των γυναικών αυτών ώστε να μην βιώνουν την κοινωνική κατακραυγή και την περιθωριοποίηση. Σημαντικό είναι κατά τη διάρκεια της φυλάκισης να δίνονται περισσότερες δυνατότητες για τη διατήρηση μιας τακτικής επικοινωνίας των κρατουμένων με τα κοντινά πρόσωπα και τον έξω κόσμο τόσο με τα επισκεπτήρια όσο και με τις παραχωρήσεις αδειών εξόδου ώστε να διατηρούνται οι κοινωνικοί δεσμοί και να καθίσταται με τον τρόπο αυτό ακόμα πιο εύκολη η μελλοντική μετάβαση της κρατούμενης από το περιβάλλον του σωφρονιστικού καταστήματος στην κοινωνία.
Με την υποστήριξη αυτού του τύπου και σε συνδυασμό με τη φροντίδα που θα παρέχεται από το ιατρικό προσωπικό οι κρατούμενες θα έχουν πλέον περισσότερα εφόδια για να πορευθούν σε αυτό το δύσκολο μονοπάτι της έκτισης της ποινής. Παράλληλα η παροχή γνώσεων και οι δημιουργικές ενασχολήσεις κατά τη διάρκεια της παραμονής στο κατάστημα κράτησης απαλλάσσουν τις γυναίκες απ' την παθητικότητα και τις εξοπλίζουν κατάλληλα για την επανένταξή τους στην κοινωνία.
Αξιοσημείωτη είναι η δράση ενός δικτύου μη κυβερνητικών οργανώσεων που μεριμνά για την προάσπιση των δικαιωμάτων των κρατουμένων, της παροχής ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και της ενδυνάμωσης της δημιουργικότητας σε καιρούς που το κράτος πρακτικά δεν θέτει σε ισχύ τις ευνοϊκότερες διατάξεις περί εναλλακτικών ποινών ούτε καθιστά πιο ανθρώπινες τις συνθήκες διαβίωσης στο περιβάλλον της φυλακής.
Αίτημα λοιπόν των ημερών μας αποτελεί τόσο η καταπολέμηση των στερεοτύπων και των φυλετικών διακρίσεων προς αποφυγή του στιγματισμού όσο και η βελτίωση των συνθηκών κράτησης ώστε να υπάρξει ομαλή συμβίωση των κρατουμένων μεταξύ τους και των αποφυλακισμένων με το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο.
* Η Ανθή Κωνσταντοπούλου είναι φοιτήτρια στο Τμήμα Εγκληματολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου και μέλος της Fair Planet.